Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις

См. также в других словарях:

  • εναδιαφορώ — ἐναδιαφορῶ ( έω) (Α) αδιαφορώ, είμαι αδιάφορος, τηρώ αδιαφορία για κάτι («μηδὲ ἐναδιαφορῶν τοῑς ἀλλοτρίοις ἀλγήμασιν», Μ. Βασ.) …   Dictionary of Greek

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • ενευδοκιμώ — ἐνευδοκιμῶ, έω (Α) 1. ευδοκιμώ σε κάτι ή με κάτι, αποκτώ δόξα, φήμη, έπαινο από κάτι («ἀλλοτρίοις σφάλμασιν ἐνευδοκιμεῑν», Πλούτ.) 2. χαίρω εκτιμήσεως, υπολήψεως από κάποιον («Αἰοχίνης ἐνευδοκίμει τοῑς Μακεδόσιν», Αιλ.) …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»